Είστε εδώ:
Αρχική > Σ.Ν.ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ > «Αφού τον άκουσες εσύ, δώστου τα κιόλας»

«Αφού τον άκουσες εσύ, δώστου τα κιόλας»

Οι Έλληνες ναυτικοί, για την ακρίβεια οι Έλληνες αξιωματικοί, αμοίβονται με ικανοποιητικούς μισθούς. Δεν γίνεται λόγος για τα κατώτερα πληρώματα, γιατί αυτά εξαφανίστηκαν σταδιακά, από το τέλος της μεγάλης ναυτιλιακής κρίσης της δεκαετίας του ’80.

Από τη θάλασσα, οι Έλληνες έβγαλαν λεφτά. Καμία αντίρρηση δεν υπάρχει επ’ αυτού. Οι επαγγελματίες ναυτικοί “φτιάχτηκαν”. Αλλά και οι περιστασιακοί “βγήκαν κερδισμένοι”. Άλλοι απέκτησαν την “Γιαμάχα τους”, παλαιότερα, άλλοι “εξαφανίστηκαν σε κάποιο λιμάνι του κόσμου”, άλλοι “αγόρασαν ταξί και έγιναν ταξιτζήδες” και άλλοι “έγιναν μαγαζάτορες” και “ιδιοκτήτες ενοικιαζομένων δωματίων”.

Όμως, πολλές γεννιές ναυτικών ταξίδευσαν με άσχημες συνθήκες. Σε σαπιοκάραβα. Πλήρωναν ακόμα – μεταπολεμικά – και την τροφοδοσία τους για να γίνουν ναυτικοί. Αλλά, ακόμα και όταν άρχισαν να αμοίβονται, περνούσαν δύσκολα. Πριν και μετά τον πόλεμο οι ναυτικοί μας ταξίδευαν για χρόνια. Υπάρχουν πολλές ιστορίες και ανέκδοτα που τεκμηριώνουν και θυμίζουν αυτή την πλευρά των Ελλήνων ναυτικών.

Πρωταγωνιστές σε αυτές τις ιστορίες είναι οι Χιώτες. Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει και την ικανότητα τους και την πορεία τους στην διαμόρφωση της μεγάλης ελληνικής ναυτιλίας.

Μία χαρακτηριστική φράση που λέγονταν μετά τον πόλεμο ήταν αυτή των ναυτικών από την Χίο που έλεγαν: “Χίλιους μήνους, χίλιες λίρες”. Δηλαδή, θα ταξίδευαν τόσους μήνες, όσες λίρες ήθελαν να φέρουν μαζί τους στα Καρδάμυλα. Ήταν η διάθεση τους τέτοια, παρά την μικρή μηνιαία αμοιβή τους, που παρέμειναν στα πλοία μέχρι και πέντε χρόνια και ορισμένοι και περισσότερα χρόνια στο ίδιο καράβι, προκειμένου να “φτιάξουν το κομπόδεμα τους”.

Η ζωή πάνω στο καράβι δεν ήταν και η καλύτερη. Πολλά άτομα στον ίδιο θάλαμο, σε άθλιες συνθήκες και από φαγητό, ούτε συζήτηση. Μεγάλη πείνα. Συχνά, παραπονιόντουσαν στον Χιώτη καπετάνιο, ότι το φαγητό δεν επαρκούσε. Τότε, ο παμπόνηρος καπετάνιος, σε συνεννόηση με τον πλοιοκτήτη, που συνήθως ήταν και συγγενής του, είχε κρυμμένα στην καμπίνα του αυγά. Όποιος πήγαινε να παραπονεθεί του έδινε και ένα αυγό και του έλεγε να μην το πει στους άλλους, γιατί δεν είχε άλλα. Όμως, την άλλη ημέρα το πρωί, ο καπετάνιος έβγαινε στην γέφυρα και φώναζε στο πλήρωμα που έκανε ματσακόνι και διάφορες άλλες εργασίες. “Εεεεε, εσύ που έφαγες το αυγό, δούλευε πιο γρήγορα, μην κάθεσε”. Ο ένας κοιτούσε τον άλλο, νομίζοντας ότι τον είχαν καταλάβει και έτσι δούλευαν όλοι γρήγορα και περισσότερο…

Δεν ξέρω αν θέλουν οι Έλληνες εφοπλιστές να επιστρέψουμε σε αυτές τις καταστάσεις και τις συνθήκες. Ποιοί είναι οι μισθοί της πιάτσας; Οι μισθοί των πλοιάρχων και των πρώτων μηχανικών φθάνουν ακόμα και τις 12.000 δολάρια. Τα τελευταία δύο χρόνια έχουν βέβαια “ψαλιδιστεί”, αλλά εξακολουθούν να είναι υψηλές οι αμοιβές σε σύγκριση με τους μισθούς της ξηράς. Βέβαια, οι συνθήκες εργασίας είναι διαφορετικές. Επτά δεκαετίες ισχύουν οι συλλογικές συμβάσεις.

Μια άλλη ιστορία που διηγούνται οι παλιοί ναυτικοί είναι ο τρόπος πληρωμής. Χαρακτηριστική φράση των εφοπλιστών από τη Χίο: «Έλα δω Γιώργη να σε πληρώσω. “Τρεις πενήνντα ενενήνντα. Και δέκα που’σαι καλός ναύτης εκατό. Αλλά μη ντο πεις σε κανέναν», ενώ άλλοι αναφέρουν την αξέχαστη σκηνή:

Καπετάνιε, έπεσε ο Μήτσος από τ’άλμπουρο που το ‘βαφε!

  • Μπάαα; Και χύθηκε η μπογιά;

Βέβαια υπάρχει και η αφήγηση για το αμίμητο: Τα πλοία επικοινωνούσαν με τα γραφεία στον Πειραιά μέσω του ΟΤΕ από τον Παράκτιο Σταθμό της Λούτσας. Ο ασυρματιστής, που ήταν βάρδια στον Σταθμό άκουγε τις συνομιλίες μεταξύ του καπετάνιου και του καραβοκύρη. Ένας τέτοιος διάλογος κυκλοφορεί και ως ανέκδοτο στις ναυτικές πιάτσες:

Καπετάνιος: Δεν έχουμε καθόλου τρόφιμα και λεφτά.

Καραβοκύρης: Δεν ακούω, επανέλαβε.

Καπετάνιος: Δεν έχουμε τρόφιμα. Χρειάζομαι 10.000 δολάρια και για τα λιμανιάτικα.

Καραβοκύρης: Δεν ακούω, δεν είναι καλή η σύνδεση.

Τότε, από φιλότιμο ο ασυρματιστής παρεμβαίνει στη συζήτηση και λέει: “Σας ζητάει 10.000 δολάρια γιατί δεν έχουν τρόφιμα και νερό”

Αλλά η απάντηση του καραβοκύρη ήταν άμεση και αποστομοτική:

– “Αφού τον άκουσες εσύ, δώστου τα κιόλας”

Top